- προσυπακούω
- ΜΑ1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῑς λόγοιςτόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.)2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται τό, Σὸς εἰμίσὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.)3. ανταποκρίνομαι σε κάποιον («θεός, ᾧ τὸ καινὸν ᾆσμα μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ ποιοῡντι θαυμάσια», Ευσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ* + ὑπακούω «ακούω με προσοχή, κατανοώ λέξη που υπονοείται, ανταποκρίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.